- Πρωτεσιλάου
- Πρωτεσιλά̱ου , ΠρωτεσίλαοςFirst of the peoplemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτεσιλάειον — τὸ, Α [Πρωτεσίλαος] 1. το μνημείο τού Πρωτεσίλαου, τού αρχηγού τών Θεσσαλών, στη Θρακική χερσόνησο κατά τον πόλεμο εναντίον τής Τροίας 2. στον πληθ. τὰ πρωτεσιλάεια εορτή την οποία τελούσαν προς τιμή τού Πρωτεσίλαου … Dictionary of Greek
Αρταΰκτης — (5ος αι. π.Χ.). Κυβερνήτης της Σηστού στον Ελλήσποντο. Ήταν γιος του Χοράσμου, που εξαπάτησε τον Ξέρξη και πήρε την άδεια να συλήσει τον τάφο του Πρωτεσίλαου στον Ελαιούντα της Χερσονήσου, με το επιχείρημα πως ο ήρωας αυτός είχε εκστρατεύσει κατά … Dictionary of Greek
Πύρασος — Αρχαία πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, στην περιοχή του σημερινού νομού Μαγνησίας, κοντά στη Νέα Αγχίαλο, πάνω στην εθνική οδό Αθήνας Βόλου. Η αρχαιότερη πληροφορία για την Π. προέρχεται από τον Όμηρο, ο οποίος την αναφέρει στον κατάλογο των καραβιών… … Dictionary of Greek
PENELOPE — Icarii filia. Ulyssis uxor, inexpugnabilis castitatis mulier, ac pudicitiae exemplar, quae absente totos viginti annos maritô, nullis autparentum precibus, aut procorum pollicitationibus adduci potuit, ut fidem, quam viro discedenti dederat,… … Hofmann J. Lexicon universale
ίφικλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βλ. λ. Ίφις ή Ίφιος. * * * ἴφικλος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «δυσχερής» 2. (ως κύρ. όν. στον Όμ.) Ἴφικλος γιος τού Φύλακος, αδελφός τού Πρωτεσιλάου … Dictionary of Greek
εποκέλλω — ἐποκέλλω (Α) 1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.) 2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῡ Πρωτεσιλάου», Θουκ.) 3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ… … Dictionary of Greek
ημιτελής — ές (Α ἡμιτελής, ές) μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος 2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα 3 … Dictionary of Greek
Ελαιούντα — Τοπωνυμία της αρχαιότητας. 1. Πόλη και όρμος της Θρακικής χερσονήσου, απέναντι από το Σίγειο. Ήταν αποικία της Τέω, περίφημη για τον τάφο του Πρωτεσίλαου που βρισκόταν εκεί, και για το Πρωτεσιλάειο ιερό το οποίο ήταν αφιερωμένο σε αυτόν. 2.… … Dictionary of Greek
Λαοδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Άκαστου, βασιλιά της Ιωλκού, και γυναίκα του Πρωτεσίλαου. Όταν ο Έκτορας σκότωσε τον Πρωτεσίλαο, κατά την αποβίβασή του στην Τροία, η Λ. ήταν τόσο θλιμμένη ώστε οι θεοί τη λυπήθηκαν και εισάκουσαν την… … Dictionary of Greek